κινάθισμα

κινάθισμα
κινάθισμα
hoard as a miser
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κινάθισμα — κινάθισμα, τὸ (Α) ελαφρά κίνηση και ο ήχος που δημιουργείται από αυτήν, όπως το φτερούγισμα («τί ποτ οὖ κινάθισμα κλύω πέλας οἰωνῶν;», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κινάθισμα όπως και ο τ. κιναθισμός παράγονται πιθ. από το ρ. κιναθίζω και συνδέονται με …   Dictionary of Greek

  • κιναθισμός — κιναθισμός, ὁ (Α) το κινάθισμα*. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. κινάθισμα] …   Dictionary of Greek

  • κιναθίζω — (Α) (κατά τον Ησύχ.) 1. «κιναθίζειν μινυρίζειν, κινεῑν» 2. αποθησαυρίζω λίγο λίγο όπως οι φιλάργυροι. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κινάθισμα] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”